αφοπλιζω

αφοπλιζω
    ἀφοπλίζω
    ἀφ-οπλίζω
    снимать оружие, лишать оружия, разоружать
    

(τινά Diod.)

    ἀ. τινὰ τοῦ τόξου καὴ τῶν βελών Luc. — лишить кого-л. лука и стрел;
    ἀφοπλίζεσθαι ἔντεα Hom. — снимать с себя оружие


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αφοπλιζω" в других словарях:

  • αφοπλίζω — αφοπλίζω, αφόπλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αφοπλίζω — (AM ἀφοπλίζω) αφαιρώ από κάποιον τα όπλα, ξαρματώνω νεοελλ. 1. εξουδετερώνω τις αντιρρήσεις κάποιου 2. (για πλοίο) παροπλίζω …   Dictionary of Greek

  • αφοπλίζω — όπλισα, ίστηκα, οπλισμένος 1. ξαρματώνω: Ο αστυνομικός κατόρθωσε να αφοπλίσει τον κακοποιό. 2. εξουδετερώνω τα επιχειρήματα κάποιου: Με αυτά που του είπες τον αφόπλισες. 3. αφαιρώ από πολεμικό πλοίο τον οπλισμό και τα χρειαζούμενα για να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφοπλίζει — ἀφοπλίζω disarm pres ind mp 2nd sg ἀφοπλίζω disarm pres ind act 3rd sg ἀφοπλίζω disarm pres ind mp 2nd sg ἀφοπλίζω disarm pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοπλίσαι — ἀφοπλίζω disarm aor inf act ἀφοπλίσαῑ , ἀφοπλίζω disarm aor opt act 3rd sg ἀφοπλίζω disarm aor inf act ἀφοπλίσαῑ , ἀφοπλίζω disarm aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοπλισθῆναι — ἀφοπλίζω disarm aor inf pass ἀφοπλίζω disarm aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοπλισθήσεται — ἀφοπλίζω disarm fut ind pass 3rd sg ἀφοπλίζω disarm fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοπλισάμενοι — ἀφοπλίζω disarm aor part mid masc nom/voc pl ἀφοπλίζω disarm aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοπλίζειν — ἀφοπλίζω disarm pres inf act (attic epic) ἀφοπλίζω disarm pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοπλίζεσθαι — ἀφοπλίζω disarm pres inf mp ἀφοπλίζω disarm pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοπλίζεται — ἀφοπλίζω disarm pres ind mp 3rd sg ἀφοπλίζω disarm pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»